- αλάλυγξ
- ἀλάλυγξ (-υγγος), η (Α)λυγμός, πνιγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.